- αδεής
- (I)ἀδεής, -ές (Α)1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεέςασφάλεια, σιγουριά5. επίρρ. ἀδεῶςα) χωρίς φόβο ή ενδοιασμό, θαρραλέαβ) ατιμώρητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + δέος «φόβος» < δείδω «φοβάμαι» (πρβλ. θεουδής «θεοφοβούμενος» < θεο-δFεὴς < δFέος = δέος, το).ΠΑΡ. ἄδεια «έλλειψη φόβου», «ασφάλεια»μσν.ἀδεεί].————————(II)ἀδεής, -ές (Α)1. αυτός που δεν έχει ανάγκη άλλου, αυτάρκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + δέομαι (= έχω ανάγκη, χρειάζομαι) κατά το σχήμα ἐνδέω, ἐνδέομαι -ἐνδεής, ἔνδεια].
Dictionary of Greek. 2013.